- καταπωμάζω
- καταπωμάζω (Α)βάζω καλά το πώμα, κλείνω ερμητικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -πωμ-άζω (< πώμα), πρβλ. ανα-πωμάζω, επι-πωμάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπωμάζομεν — καταπωμάζω close up pres ind act 1st pl καταπωμάζω close up imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)